πεταχτός

πεταχτός
η , ό
1) бросаемый (п камне, мяче, диске и т. п.); 2) живой, подвижный; проворный; шустрый (разг );

πεταχτό κορίτσι — шустрая девчонка;

3) радостный, весёлый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πεταχτός" в других словарях:

  • πεταχτός, -ή, -ό — πεταχτός, ή, ό, 1 . αυτός που γίνεται με ύλη που πετιέται: Ο σουβάς του ταβανιού θα γίνει πεταχτός. 2. ευκίνητος, ζωηρός, χαρούμενος, γρήγορος: Είναι λιγάκι πεταχτή η κοπέλα, ζωηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεταχτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη 2. ζωηρός, ευκίνητος 3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή η πεταχτάρα 4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο 3. φρ. «στα πεταχτά» α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα… …   Dictionary of Greek

  • πεταχτάρα — η, Ν ψωμί που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετώ) + κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτάρι — το, Ν ερασιτεχνικό αλιευτικό δίχτυ, ελαφρότερο από την καθετή, που ρίχνεται στη θάλασσα από την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετῶ) + κατάλ. άρι (πρβλ. φυλαχτ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτούλης — α, ικο, Α 1. αυτός που έχει χαριτωμένη ευκινησία στις κινήσεις του 2. (για γυναίκα) α) ευκίνητη και ζωηρή β) προκλητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. νοστιμ ούλης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»